- νηκτό
- Το σύνολο των ζώων που, προικισμένα με όργανα κίνησης, μπορούν να κινούνται ενεργά στο υδάτινο περιβάλλον. Ο όρος ν. (σημαίνει αυτό που κολυμπά) χρησιμοποιείται σε αντίθεση με το πλαγκτόν, το σύνολο δηλαδή των οργανισμών που αφήνονται να επιπλέουν παθητικά, παρασυρόμενα από τα κύματα και τα ρεύματα· σήμερα όμως, μερικοί ζωολόγοι, επειδή είναι συχνά δύσκολη η διαίρεση των δύο συγκροτημάτων, κατατάσσουν και το ν. στο πλαγκτόν. Στα θαλάσσια ν. ανήκουν τα μαλάκια που κολυμπούν (κεφαλόποδα), τα ψάρια, διάφορα θηλαστικά (κητώδη, σειρηνίδες, πτερυγιόποδα) και από τα ερπετά μερικοί χελωνίδες και φίδια.
Dictionary of Greek. 2013.